-
1 πολλαπλόος
A manifold, many times as long,βίος διπλοῦς καὶ π. Pl.Ti. 75b
; ὄνομα πολλαπλοῦν multi-compound, opp. ἁπλοῦν, διπλοῦν, Arist.Po. 1457a35;π. ἡ ἐνέργεια Iamb. Comm. Math.8
.II metaph., ἀνὴρ διπλοῦς, π., i.e. not simple and straightforward, Pl.R. 397e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολλαπλόος
См. также в других словарях:
πολλαπλούς — ή, ούν / πολλαπλοῡς, ῆ, οῡν, ΝΜΑ, και πολλαπλός, ή, ό, Ν, πολλαπλόος, όη, όον, Α αυτός που σύγκειται ή προκύπτει από πολλά, πολυμερής, πολυσύνθετος («πολλαπλά αντίγραφα») νεοελλ. φρ. α) «πολλαπλή ηχώ» (ακουστ.) ηχώ που επαναλαμβάνει τον ίδιο ήχο… … Dictionary of Greek